- καλοβαστώ
- -άω1. βαστάζω κάτι καλά2. μέσ. καλοβαστιέμαιέχω μεγάλη ζωτικότητα, ανθηρότητα ή οικονομική ευμάρεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοβαστώ — και καλοβαστάω 1. βαστώ κάτι καλά: Μη φοβάσαι, την καλοβαστάω τη σκάλα. 2. το μέσ., καλοβαστιέμαι σημαίνει διατηρούμαι σε ανθηρή κατάσταση: Καλοβαστιέται ο γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)